- δοξάσω
- прославлю
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δοξάσω — δοξάζω think aor subj act 1st sg δοξάζω think fut ind act 1st sg δοξάζω think aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
да и — в сложных синтаксических конструкциях при обозначении причин. следственных отношений – и затем, и тогда, и потом; и поэтому: иже мол˫атьс˫а ѥмѹ || дьржателю быти стѹдиискомѹ манастырю. иже въ томь цр҃квь ѥсть. да и въ семь ѹбо въздьржаньноѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… … Dictionary of Greek
λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… … Dictionary of Greek